καθετόμετρο

καθετόμετρο
Όργανο της φυσικής, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της κατακόρυφης απόστασης μεταξύ δύο τυχαίων σημείων, τα οποία δεν βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφη γραμμή. Αποτελείται από μία ράβδο, τοποθετημένη κατακόρυφα με τη βοήθεια αλφαδιού και τριών κοχλιών οριζοντίωσης, και μία διόπτρα, της οποίας ο οπτικός άξονας διατηρείται οριζόντιος και μπορεί να στρέφεται γύρω από κατακόρυφο άξονα. Η διόπτρα μπορεί να κινείται κατά μήκος της ράβδου παραμένοντας κάθετη σε αυτήν. Έτσι, αν σκοπευθούν διαδοχικά τα δύο σημεία, μπορεί να βρεθεί η κατακόρυφη απόστασή τους από τη μετατόπιση της διόπτρας πάνω στην κλίμακα της ράβδου. Το κ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γκέι-Λουσάκ και τελειοποιήθηκε από τους Ντιλόνγκ-Πετί, Πουγιέ και Ρενιό.
* * *
το
όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής κατακόρυφης απόστασης μεταξύ δύο τυχόντων σημείων που δεν βρίσκονται πάνω στην ίδια κατακόρυφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθετος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. καθετόμετρον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”